A.“στιχός” Il.16.173, 20.362, acc. στίχα Epigr. ap. D.S. 11.14, AP7.56; nom. and acc. pl. στίχες, στίχας (v. infr.):—row, line, rank or file, esp. of soldiers, “τῆς μὲν ἰῆς στιχὸς ἦρχε Μενέσθιος” Il.16.173; “στιχὸς εἶμι διαμπερές” 20.362, cf. Epigr. ap. D.S. l.c.: elsewhere in pl., στίχες ἀνδρῶν, Τρώων, Κεφαλλήνων, etc., Il.4.231, 221,330, al.; ἀσπιστάων ib.90; mostly of foot, but also “πολλὰς ς. ἡρώων πολλὰς δὲ καὶ ἵππων” 20.326; κατὰ στίχας in ranks or lines, ἵζοντο κατὰ ς. 3.326; but ἦλθε κατὰ ς. through the ranks, 16.820, cf. 5.590, 11.91; of dancers, “θρέξασκον ἐπὶ στίχας ἀλλήλοισι” 18.602:—also in Trag. and Com., “ξένων στίχες” A.Th.924 (lyr.); πολεμίων, Καδμείων, E.Heracl. 676, Supp.669; “τῶν λαῶν” Ar.Eq.163; “συῶν ἠδὲ λεόντων” Hes.Sc.170; “γεράνων” Arat.1031, cf. Q.S.11.114.
*στίξ , ἡ, gen.